|
photo credit-Tom Sierak |
Μια
φορά κι ένα καιρό ήταν ένας νέος που πίστευε πολύ στην αγάπη.
Από
πείσμα ή από ανάγκη δύσκολο να πεις. Ως ευσεβής πιστός ή ταπεινός δούλος, δεν
είχε αποφασίσει.
Τις
νύχτες κοίταζε τ’ άστρα και τους έδινε τα ονόματα όσων αγάπησε, Είχε βαλθεί να
γεμίσει τον ουρανό με δαύτη. Να μη μείνει εκατοστό χωρίς τη μαγεία της. Να μην
υπάρχει κανείς που δεν ένιωσε τη δύναμη της.
Πάλευε
για χάρη της. Θυσίαζε κομμάτια του. Αγκάλιαζε τρυφερά ό,τι όμορφο έβρισκε στον
δρόμο του. Χαμογελούσε σε όποιον θετικά περιέβαλλε τη ζωή του.
Ώσπου
μια μέρα, ηλιόλουστη ή βροχερή δεν έχει σημασία, συνάντησε στο δρόμο του μια
κοπέλα. Δεν ήταν σίγουρος αν έλαμπε πραγματικά ή αν η παρουσία της έκανε τα
μάτια του πιο φωτεινά, όμως ήξερε πως δεν είχε βρεθεί τυχαία στο δρόμο του.
«Τι
είναι πιο σημαντικό στη ζωή;», τον ρώτησε ένα απόγευμα δίπλα στη θάλασσα.
«Η
αγάπη», απάντησε εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Τότε,
αγάπησε με», τον πρoέτρεψε.
«Πολύ. Όσο πιο πολύ μπορείς».
«Δεν
μπορώ», είπε σαστισμένα. «Υπάρχει μια άλλη. Και την αγαπώ. Πώς μπορώ ν’ αγαπώ τόσο
πολύ δυο ταυτόχρονα; Θα έπρεπε να μοιράσω την αγάπη. Κι αυτό δεν θα ήταν δίκαιο
για εκείνη. Γιατί κι εκείνη με αγαπά, και μάλιστα με όλη της την καρδιά».
Η
κοπέλα δεν θύμωσε. Μόνο επεξεργαζόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Πάλευαν
να μείνουν ήρεμα.
«Αν
κάτι μου συνέβαινε, θ’ ανησυχούσες;», τον ρώτησε τελικά.
«Πολύ»
«Αν
κάποια στιγμή εξαφανιζόμουν εντελώς από τη ζωή σου, θα το άντεχες;» ‘
«Καθόλου»
«Αν
σου ζητούσαν να με διαγράψεις από τη μνήμη σου, σαν να μην πέρασα ποτέ από τη
σκέψη σου, τις στιγμές σου. Θα το δεχόσουν;»
«Με
τίποτα».
«Κι
όμως, παρόλα αυτά, ισχυρίζεσαι πως δεν μπορείς να με αγαπήσεις πολύ... Λες και
σε ρωτά η αγάπη, πόσο θα αγαπήσεις και ποιον. Λες και είναι στο χέρι σου. Τι
σόι αγάπη θα ήταν, αν ερχόταν κατά παραγγελία;»
«Δεν
καταλαβαίνεις… Φοβάμαι. Φοβάμαι πως αν σε αγαπήσω πολύ, θα είναι για πάντα. Και
η πιθανότητα να πονάω για πάντα, επειδή δεν μπορώ να σ’ έχω, είναι αβάσταχτη»
«Το
αν θα με έχεις ή όχι στη ζωή σου είναι απόφαση. Δική σου, δική μου ή και των
δυο, δεν έχει σημασία. Το αν θ’ αγαπήσεις εσύ εμένα ή εγώ εσένα ή ο ένας τον
άλλο, είναι απόφαση των μέσα μας, της καρδιάς, της ψυχής ή και όλων μαζί. Κι
αυτά έχουν ήδη αποφασίσει… Σ΄ αγαπώ…».
Ο
νέος δεν μίλησε. Μόνο χαμήλωσε λίγο το βλέμμα κι έμεινε να κοιτάζει τη θάλασσα,
δαγκώνοντας τα χείλη του μέχρι που μάτωσαν.
Η
κοπέλα δεν άντεχε να τον βλέπει να βασανίζεται για την αγάπη. Άπλωσε τα χέρια
της, τα έβαλε στα μάγουλα του και σήκωσε το κεφάλι του μέχρι που το βλέμμα του κλείδωσε
στο δικό της. Πέρασε τους αντίχειρες πάνω από τα χείλη του και σκούπισε το
αίμα. Έπειτα πλησίασε, του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και χαϊδεύοντας με το
πρόσωπο της το δικό του, έφτασε τα χείλη της στο αυτί του.
«Κι
αν φοβάσαι, κρύψε με στις πιο σκοτεινές γωνιές του μυαλού σου. Ίσως τότε
καταλάβεις πόσο φως γεννά η αγάπη», του είπε. Έπειτα, σηκώθηκε αργά, γύρισε την
πλάτη και απομακρύνθηκε.
Ο
νέος έσκυψε το κεφάλι ξανά. Δεν ήθελε να τη βλέπει να φεύγει. «Σ’ αγαπώ»,
ψιθύρισε την ώρα που έκλεινε τα μάτια του και ο μόνος που το άκουσε ήταν ο
άνεμος.
Από
εκείνη τη μέρα, κάθε φορά που ένα αστέρι έπεφτε, του έδινε το όνομα της και
έκανε μια ευχή:
Να
βρει τη δύναμη να της πει πως την αγαπούσε. Πολύ. Βαθιά. Για πάντα.
Γιατί
μόνο έτσι μπορούσε. Γιατί μόνο έτσι της άξιζε.