Τρίτη 19 Απριλίου 2016

«Η ανθοδέσμη του τυμπανιστή» της Κατερίνας Μουρίκη



                                        (Φωτογραφία: © UP ART)

«Η ανθοδέσμη του τυμπανιστή» της Κατερίνας Μουρίκη


Το καπάκι του παλιού μπαούλου άνοιξε αφήνοντας έναν ήχο που έμοιαζε με βογκητό. Αναρρίγησα. Χωμένος ανάμεσα στις σελίδες του «μολυβένιου στρατιώτη», είχα αποκοπεί για χρόνια από τον έξω κόσμο.  Εκεί έξω μια γυναίκα κι ένα μικρό αγόρι –μπορεί δέκα χρόνων όσο κι εγώ-  είχαν στήσει κουβέντα. Κάτι μου έλεγε ότι η ζωή εδώ γύρω σε λίγο θα άλλαζε. Προς το καλύτερο άραγε ή προς τον χαλασμό  όπως τότε;
«Αχ, ένα παραμύθι! Δόσ’ το μου, γιαγιά», είπε η αγορίστικη φωνή.
« Είναι του προπάππου σου. Τον συγκινούσε μέχρι τα γεράματά του» είπε η άλλη.
«Διάβαζε κι ο προπάππους το “Μολυβένιο στρατιωτάκι;” Δώσ’ το μου σου λέω να το δω!» ξανάπε το αγόρι.
«Κράτα το με προσοχή. Είναι τόσο παλιό που μπορεί να διαλυθεί» απάντησε η γυναίκα.

Την άλλη στιγμή ο «Μολυβένιος στρατιώτης»  ξαπόσταινε  στα χέρια εκείνου του αγοριού, πρόθυμος να  ξεδιπλώσει την ιστορία του. Κάθε φορά που μου τη διάβαζε η Ζανέτ, η γαλλιδούλα δασκάλα μου, τα μάτια μου έτσουζαν. Γιατί για μένα η γλυκιά μου Ζανέτ ήταν ακριβώς  ότι και η χάρτινη χορεύτρια για τον γενναίο στρατιώτη. Βαθιά μέσα μου ήξερα ότι κι εκείνη με αγαπούσε. Κι ας μας χώριζαν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Το βιβλίο άνοιξε ξαφνικά στη σελίδα που με είχε αποθέσει με τα ίδια της τα χέρια. Ένα δυνατό φως με χτύπησε στα μάτια και σίγουρα θα τα έκλεινα αν δεν ήμουν απλά μια φωτογραφία. Κι οι φωτογραφίες ως γνωστόν δεν μπορούν να μιλήσουν ή να κινηθούν. Κάτι όμως που δεν είναι γνωστό στους απλούς ανθρώπους είναι ότι μπορούν να αγαπούν και να θυμούνται.
…………………………..
Ήταν δέκα Σεπτεμβρίου. Μέρα των γενεθλίων μου. Η μητέρα, μου έραψε ένα ναυτικό κοστούμι κι η Ζανέτ μου έφερε κάτι που από καιρό λαχταρούσα ν’ αποκτήσω. Ένα μουσικό τύμπανο. Το κρέμασε στο λαιμό μου με τον ιμάντα του. Ύστερα στάθηκε πίσω μου, έσκυψε και  αφού μου έδωσε τις μπαγκέτες έπιασε τις χούφτες μου σφιχτά. Άρχισε να τραγουδάει ενώ με βοηθούσε να χτυπάω μαζί της το τύμπανο στο ρυθμό του τραγουδιού. «Alouettegentillealouette, alouettejeteplumerai». Όσο τραγουδούσε σκυμμένη πάνω από το κεφάλι μου η ανάσα της πότιζε τα μαλλιά μου και λιγωνόμουνα. Ανάσαινα το άρωμά της και ταξίδευα σε παραμυθένιους κήπους. Κι όταν το τραγούδι τέλειωσε με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά. «Tα γίνεις ένας φανταστικός tamboureur μου είπε ενθουσιασμένη κι εγώ είχα αρχίσει να νιώθω σχεδόν έτοιμος να  δώσω το πρώτο που ρεσιτάλ. Αφιερωμένο σ’ εκείνη.
«Ademain τα βάλεις καινούριο costume  και τα πάμε στο Κε να βγάλουμε photographies» μου είπε ενθουσιασμένη.
«Πάρε και το tambour   μαζί σου. Τα βοηθήσει στην pose», πρόσθεσε και με κοίταξε κατάματα. 
«Σ’ αγαπώ, Ζανέτ! Θα σ’ αγαπάω σε όλη μου τη ζωή!» είπα μέσα μου αλλά από τα χείλια μου βγήκε μονάχα ένα «ευχαριστώ πολύ mademoiselleJeannette».

Ο Αρμένης Τιγκράν Αβακιάν ήταν ο πιο διάσημος υπαίθριος φωτογράφος σ’ όλη τη Σμύρνη. Εκτός από τη φωτογραφική του μηχανή διέθετε κι ένα πλούσιο εξοπλισμό από σκηνικά. Φουντωτές ανθοδέσμες, γιγάντια ταμπλό, εντυπωσιακά καπέλα ακόμα και ψεύτικα πουλιά που τα χρησιμοποιούσε ανάλογα με την περίσταση.  Όταν με είδε με το τύμπανο περασμένο στο λαιμό μου, με έστησε όρθιο σαν άγαλμα μπροστά από ένα φόντο που παρίστανε ένα σπίτι στην εξοχή.   
«Έτσι μπρε, τα μοιάζεις με παιντί που άφησε πίσω τσαρδί του πάει για πόλεμο», είπε και κουκουλώθηκε με το μαύρο πανί της φωτογραφικής μηχανής. Εμένα όμως δεν μου άρεσε καθόλου η ιδέα του. Προτιμούσα χίλιες φορές τα λουλούδια ή τα πουλιά. Τον πόλεμο τον άφηνα για τα παραμύθια και τους ήρωες σαν τον μολυβένιο στρατιώτη. Όσο ο μεγάλος  Αβακιάν ρύθμιζε τη μηχανή του εγώ μηχανευόμουνα το σχέδιό μου. Με το που ετοιμάστηκε να πατήσει το κουμπί άδραξα την ανθοδέσμη και χαμογέλασα ευτυχισμένος κοιτώντας όχι το «πουλάκι» του Τιγκράν αλλά τη Ζανέτ που με κοιτούσε από απέναντι με καμάρι.
«Ήσουνα υπέροχος monpetit» μου είπε ενθουσιασμένη και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Φαίνεται πως θα έπρεπε να περιμένω μέχρι τα επόμενα γενέθλιά μου για να ξαναπάρω σταυρωτό φιλί. «Ευχαριστώ mademoiselleJeannette» είπα πάλι σεμνά. Μέσα μου όμως επαναλάμβανα με πάθος τον όρκο μου για αιώνια αγάπη και αφοσίωση.
Ο Αρμένης εμφάνισε τη φωτογραφία μου. Είχε γίνει τίγρης με την ανταρσία μου αλλά κρατιότανε με χίλια ζόρια να μην ξεσπάσει μπροστά σε μία όμορφη και λεπτεπίλεπτη δεσποινίδα. Μάλιστα για να της δείξει  την προτίμησή του, της πρότεινε να της βγάλει μία πόζα δωρεάν. Νόμιζε πως  ένα δεκάχρονο παιδί δεν μπορούσα να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από τις ευγένειες και ρεβεράντζες του. Έκανα τον ανήξερο μόνο και μόνο για να μη φέρω τη δασκάλα μου σε δύσκολη θέση. Τελικά η φωτογραφία της βγήκε –εις τριπλούν μάλιστα- και ήταν υπέροχη.
Όταν την είδε η μητέρα μου της ζήτησε μία και την έβαλε στο άλμπουμ. Έγραψε από κάτω το όνομά της και την ημερομηνία: 11 Σεπτεμβρίου 1922.  Εγώ τη δική μου την έδωσα στη Ζανέτ κι εκείνη την έβαλε στο κομοδίνο του δωματίου της. Από τότε χωρίστηκα από τον πραγματικό μου εαυτό. Εκείνος έτρεχε κι έπαιζε μέσα στα δωμάτια του σπιτιού ενώ εγώ έμενα στητός πάνω στο κομοδίνο. Πάντα χαμογελαστός με τα λουλούδια στο χέρι να περιμένω την αγαπημένη μου στο δωμάτιό της. Μα αυτή η ανέλπιστη ευτυχία μου κράτησε μόνο τέσσερις μέρες. Μετά τα πράγματα άλλαξαν. Η Ζανέτ άρχισε να ετοιμάζει μπόγους με ρούχα και βιβλία. Με πήρε πάνω από το κομοδίνο , με φίλησε –πολλές φορές αυτή τη φορά- και με έβαλε ανάμεσα στις τελευταίες σελίδες του «Μολυβένιου στρατιώτη». Στο σημείο που η χάρτινη χορεύτρια τυλίγεται στις φλόγες και γίνεται στάχτη.
 Κλεισμένος μέσα στο αγαπημένο μου παραμύθι δεν έβλεπα πια. Άκουγα όμως. Φωνές, κλάματα , συμβουλές, υποσχέσεις, αποχαιρετισμούς. Άκουσα κάποια στιγμή τη φωνή της να λέει ότι θα έφευγε μετά από εμάς. Θα την έπαιρνε –είπε- ένα πλοίο γαλλικό. Μπορεί να έκανα και λάθος. Μέσα στο ασφυχτικό περιβάλλον μου, οι ήχοι αλλοιώνονταν ή χάνονταν εντελώς. Με τις οσμές όμως δε συμβαίνει το ίδιο. Αυτές περνάνε μέσα από τα ρούχα και τα χαρτιά. Το κατάλαβα όταν κάποια στιγμή ο μπόγος πότισε με μια μυρωδιά από καμένο ξύλο και μολύβι. Είμαι σίγουρος πως δεν ήταν από το τζάκι όπου κάηκαν η χορεύτρια και ο  μολυβένιος στρατιώτης μου. Ήταν χίλιες φορές κι άλλες τόσες δυνατότερη. «Jeannetteouestu ?»… Ο χρόνος σταμάτησε για μένα να κυλάει μέχρι που με έλουσε τούτο το φως.
………………………………………………………………………………………

«Να, αυτός είναι ο προπάππος σου. Σπουδαίος μουσικός. Σ’ αυτόν έμοιασες…».
«Γιατί δεν είναι στο άλμπουμ με τις άλλες φωτογραφίες;» είπε το αγόρι.
«Μάλλον θα παράπεσε.  Ας  την τακτοποιήσουμε» εξήγησε  η  ηλικιωμένη γυναίκα που επέμενε ότι ήταν εγγονή μου και με πήρε στα χέρια της τρυφερά. Πλησίασε με τρεμάμενα βήματα ένα ντουλάπι κι έβγαλε ένα χοντρό δερμάτινο άλμπουμ. Ο μικρός στο μεταξύ είχε χάσει το ενδιαφέρον του για τις φωτογραφίες και πήγε σε κάποιο άλλο δωμάτιο.  Εκείνη βάλθηκε να φυλλομετρά το άλμπουμ ώσπου σταμάτησε σε ένα φύλλο με μία θέση κενή στην πάνω αριστερή γωνία. Στην απέναντι σελίδα στην πάνω δεξιά γωνία μία νεαρή  κοπέλα χαμογελούσε γλυκά. Από κάτω ένα όνομα και μία ημερομηνία. Ζανέτ, 11 Σεπτεμβρίου 1922. Καθώς με τοποθετούσε στην κενή θέση  ένιωσα την καρδιά μου να σπαρταράει από ευτυχία. Η μεγάλη στιγμή της ζωής μου είχε έρθει. Με το που έκλεισε το άλμπουμ βρέθηκα επί τέλους στην αγκαλιά που λαχταρούσα.
«Σ’ αγαπώ, Ζανέτ!» της είπα χωρίς περιστροφές κι ακούμπησα την ανθοδέσμη πάνω στο στήθος της.
Από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκε ένα ήχος τυμπάνου και η φωνή του μικρού που τραγουδούσε  πανηγυρικά:
Alouette gentille alouette,
Alouette je te plumerai….

ΤΕΛΟΣ

Κατερίνα Μουρίκη

(Πηγή φωτογραφίας:https://www.facebook.com/474316282653320/photos/a.476106979140917.1073741826.474316282653320/965648723520071/?type=3&theater)

1 σχόλιο:

  1. Καταπληκτικό. Τρυφερό,ντελικάτο,πρωτότυπο, Σμύρνη και καταστροφή σε δυο αράδες η Ιστορία όλη και αιώνια ΑΓΆΠΗ. ΣΥΓΧΑΡΗΤΉΡΙΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή